- πολυδιάκριτος
- πολυ-διάκρῐτος, ον,A divisible into minute parts, Dam.Pr.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυδιάκριτος — ον, Α διαχωρισμένος σε πολλά μικρά μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διακριτός (< διακρίνω «διαιρώ, διαχωρίζω»), πρβλ. ευ διάκριτος] … Dictionary of Greek
πολυδιάκριτον — πολυδιάκριτος divisible into minute parts masc/fem acc sg πολυδιάκριτος divisible into minute parts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek